- μετακινητή
- μετακῑνητή , μετακινητόςto be disturbedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακινητό — ή, ό (Α μετακινητός, ή, όν) [μετακινώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί αρχ. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί, μεταβλητός («βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία», Θουκ.) … Dictionary of Greek
ανεμόσκαλα — η μετακινητή σκάλα ξύλινη ή σχοινένια: Του ριξαν την ανεμόσκαλα για να ανεβεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)